προσωπικός -ή -ό Adj.  [prosopikos -i -o, proswpikos -h -o]

(61)
  Adj.
(17)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
είδη ένδυσης και υπόδησης, όπως στολές, προστατευτικές ενδυμασίες κ.λπ. και γενικός προσωπικός εξοπλισμός·Kleidung und Schuhwerk wie Uniformen, Schutzanzüge usw. und allgemeine persönliche Gebrauchsgegenstände;

Übersetzung bestätigt

Όταν το έντυπο αποστέλλεται σε ουγγρικούς φορείς, απαιτείται ο αριθμός TAJ ή ο προσωπικός αριθμός ταυτότητας.Wenn der Vordruck für einen ungarischen Träger bestimmt ist, ist die TAJ-Nummer oder die persönliche Kenn-Nummer erforderlich.

Übersetzung bestätigt

Εάν πρόκειται για σλοβένους υπηκόους, σημειώνεται ο προσωπικός αριθμός ταυτότητας — EMŠO.Bei slowenischen Staatsangehörigen ist die persönliche Kenn-Nummer — EMŠO — anzugeben.

Übersetzung bestätigt

Για τους φορείς της Μάλτας, στην περίπτωση υπηκόων της Μάλτας σημειώνεται ο αριθμός ταυτότητας, στην περίπτωση υπηκόων άλλων χωρών σημειώνεται ο αριθμός κοινωνικής ασφάλισης της Μάλτας. Στην περίπτωση σλοβένων υπηκόων, αναφέρεται ο προσωπικός αριθμός ταυτότητας – EMŠO.Für maltesische Träger ist bei maltesischen Staatsangehörigen die Nummer des Personalausweises und bei nicht maltesischen Staatsangehörigen die maltesische Sozialversicherungsnummer anzugeben. Bei slowenischen Staatsangehörigen ist die persönliche Kennnummer — EMŠO — anzugeben.

Übersetzung bestätigt

Személyi azonosító szám (személyi szám) (προσωπικός αριθμός μητρώου)személyi azonosító szám (személyi szám) — (persönliche Identifikationsnummer)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • προσωπικός (maskulin)
  • προσωπική (feminin)
  • προσωπικό (neutrum)


Griechische Definition zu προσωπικός -ή -ό

προσωπικός -ή -ό [prosopikós] : I. (επιστ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο πρόσωποI, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου. α. (ανατ.): Προσωπικό νεύρο. Προσωπική παράλυση. β. (ανθρωπολ.) που αφορά μετρήσεις των διαστάσεων του προσώπου: προσωπικός -ή -ό δείκτης. Προσωπική γωνία. II. που έχει σχέση με το πρόσωποII. α1. που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο, που δεν είναι οικογενειακός ή κοινός· ατομικός: Έχει προσωπική περιουσία / προσωπικά εισοδήματα. Προσωπικά αντικείμενα. Προσωπικά είδη, που χρησιμοποιούνται για την ατομική καθαριότητα. || που απευθύνεται ονομαστικά σε ένα πρόσωπο: Έλαβε προσωπική επιστολή / πρόσκληση. α2. για κπ. που προσφέρει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά ή κυρίως σε ένα μόνο πρόσωπο: Έχει τον προσωπικό του οδηγό / γραμματέα. || Είναι ο προσωπικός -ή -ό μου γιατρός, που έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση της υγείας μου. β. που αφορά αποκλειστικά ένα ορισμέ νο πρόσωπο και που δεν έχει σχέση με άλλους ή που δεν τους ενδιαφέρει: Παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους. Δεν έχω ανάμειξη στα προσωπικά ζητήματα των άλλων. H προσωπική ζωή του καθενός είναι σεβαστή και απαραβίαστη, ιδιωτική. Έχει προσωπικά βιώματα / προσωπικές εμπειρίες από τον πόλεμο, που τις έζησε και δεν τις άκουσε ή δεν τις διάβασε. Aυτή είναι η προσωπική μου γνώμη, που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Προσωπικό ύφος, που χαρακτηρίζει ένα συγγραφέα, καλλιτέχνη κτλ. και που τον διακρίνει από άλλους. || (νομ.): Προσωπική κράτηση*. || (ως ουσ.) τα προσωπικά, ό,τι αφορά τις προσωπικές υποθέσεις ή την προσωπική ζωή κάποιου: Όλοι ασχολούνται με τα προσωπικά τους και αδιαφορούν για τα κοινά. Δε θέλω να συζητώ τα προσωπικά μου. γ. που αφορά τις σχέσεις δύο προσώπων: Είναι προσωπικός -ή -ό φίλος μου / εχθρός μου. Έχουν προσωπική γνωριμία / φιλία. Έχουν προσωπικές διαφορές. Kυριάρχησαν τα προσωπικά μίση και όχι οι ιδεολογικές διαφορές. || (ως ουσ.) τα προσωπικά, διαφορές, αντιδικίες που έχουν δυο άνθρωποι μεταξύ τους: Δεν τον κρίνει αμερόληπτα, γιατί έχει προσωπικά μαζί του. δ. που γίνεται απευθείας και όχι μέσο τρίτου: Είχε προσωπική συνάντηση με τον υπουργό. Mου διαβίβασαν τις απόψεις του, δεν είχα όμως προσω πική επαφή μαζί του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback